- Άμλετ
- οο ήρωας της ομώνυμης τραγωδίας του Σαίκσπηρ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Άμλετ — Όνομα του κεντρικού ήρωα της ομώνυμης τραγωδίας του Σαίξπηρ (ο πλήρης τίτλος της είναι Η τραγική ιστορία του Ά., πρίγκιπα της Δανίας), της οποίας το θέμα είναι παρμένο από το χρονικό του Δανού ιστορικού Σάξονα του Γραμματικού (13ος αι.) με τίτλο… … Dictionary of Greek
Σαίκσπηρ, Ουίλιαμ — (Shakespeare). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας (Στράτφορντ ov Αίηβον 1564 1616). Από τις ελάχιστες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, οι πιο αξιόπιστες είναι εκείνες που βγαίνουν από δικαστικά έγγραφα και μαρτυρίες συγχρόνων του. Γιος … Dictionary of Greek
Ολίβιε, Λόρενς — (Laurence Olivier, Ντόρκινγκ, Λονδίνο 1907 – 1989). Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Τελείωσε τις σπουδές του στην Οξφόρδη και το 1926 πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο Repertory Theatre του Μπίρμιγχαμ. Η … Dictionary of Greek
αμλετισμός — ο η ιδιότητα τού αναποφάσιστου, αβουλία, αναβλητικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άμλετ (Hamlet) + παραγ. κατάλ. ισμός ο όρος προήλθε από το όνομα τού ήρωα Άμλετ (Hamlet) στο ομώνυμο δράμα τού Σαίξπηρ] … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Μινωτής Αλέξης — (Χανιά 1900 – Αθήνα 1990). Ηθοποιός και σκηνοθέτης. Ξεκίνησε την καριέρα του με τον Αιμίλιο Βεάκη. Το 1925 συνεργάστηκε με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Πέντε χρόνια αργότερα σκηνοθέτησε το Πόθοι κάτω από τις Λεύκες στον θίασο Βεάκη στον οποίο … Dictionary of Greek
Παρασκευοπούλου, Ευαγγελία — (Κωνσταντινούπολη 1865 – Αθήνα 1938). Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου. Μεγάλωσε με τις αδελφές της σε ορφανοτροφείο. Ανέβηκε στη σκηνή το 1879, στη Χίο, κι έπειτα στην Πόλη (με το ψευδώνυμο Ξανθοπούλου· το πατρικό της όνομα ήταν Σκορδίλη),… … Dictionary of Greek
Πιτόεφ — (Pittoeff). Οικογένεια Γάλλων ηθοποιών και ανθρώπων του θεάτρου, ρωσικής καταγωγής. 1. Ζορζ (1884 – 1939). Σπούδασε νομικά το 1905 στο Παρίσι και παράλληλα έπαιζε σε ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις. Όταν γύρισε στη Ρωσία εργάστηκε στο θέατρο… … Dictionary of Greek
υπόκριση — η 1. η παράσταση ορισμένου προσώπου στη θεατρική σκηνή: Την υπόκριση του Άμλετ θα την αναλάβει ο ηθοποιός Α. 2. ο τρόπος με τον οποίο ο ηθοποιός υποδύεται το ρόλο του, η ηθοποιία: Η υπόκριση του ηθοποιού στο ρόλο του Άμλετ ήταν υπέροχη. 3. η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Apostolos Doxiadis — (Greek: Απόστολος Δοξιάδης) (b. 1953 in Brisbane, Queensland in Australia) and raised in Greece is a Greek writer.In his earliest years he was drawn to mathematics. At age 15 in 1968, he attended Columbia University in New York City. He later… … Wikipedia